- καταβροχθίζω
- μετ. пожирать; проглатывать, поглощать (тж. перен. );
η μεγάλη επιχείρηση καταβροχθίζει τίς μικρές — крупное предприятие поглощает мелкие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η μεγάλη επιχείρηση καταβροχθίζει τίς μικρές — крупное предприятие поглощает мелкие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταβροχθίζω — gulp down pres subj act 1st sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 1st sg καταβροχθίζω gulp down pres subj act 1st sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίζω — καταβροχθίζω, καταβρόχθισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] … Dictionary of Greek
καταβροχθίζω — καταβρόχθισα, καταβροχθίστηκα, καταβροχθισμένος, καταπίνω την τροφή με λαιμαργία, κατατρώγω: Καταβρόχθισαν τα φαγητά σε λίγα λεπτά της ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβροχθίζει — καταβροχθίζω gulp down pres ind mp 2nd sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 3rd sg καταβροχθίζω gulp down pres ind mp 2nd sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίζοντι — καταβροχθίζω gulp down pres part act masc/neut dat sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 3rd pl (doric) καταβροχθίζω gulp down pres part act masc/neut dat sg καταβροχθίζω gulp down pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίσαι — καταβροχθίζω gulp down aor inf act καταβροχθίσαῑ , καταβροχθίζω gulp down aor opt act 3rd sg καταβροχθίζω gulp down aor inf act καταβροχθίσαῑ , καταβροχθίζω gulp down aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίσησθε — καταβροχθίζω gulp down aor subj mid 2nd pl καταβροχθίζω gulp down aor subj act 2nd pl (epic) καταβροχθίζω gulp down aor subj mid 2nd pl καταβροχθίζω gulp down aor subj act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθισθέντες — καταβροχθίζω gulp down aor part pass masc nom/voc pl καταβροχθίζω gulp down aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίζειν — καταβροχθίζω gulp down pres inf act (attic epic) καταβροχθίζω gulp down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίζεται — καταβροχθίζω gulp down pres ind mp 3rd sg καταβροχθίζω gulp down pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)